όστρακο

όστρακο
Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο Αγοράς).
* * *
το (ΑΜ ὄστρακον)
1. το σκληρό περίβλημα μερικών ασπόνδυλων ζώων, όπως τού αστακού, τής χελώνας κ.ά. («τὸ δ' ὄστρακον ἐκτός ἐντός δ' οὐθὲν σκληρόν», Αριστοτ.)
2. κέλυφος, καύκαλο, καυκί, καβούκι
3. μικρή πήλινη πινακίδα ή θραύσμα πήλινου αγγείου, πάνω στο οποίο χάραζαν, κατά την αρχαιότητα, το όνομα τού εξοστρακιστέου
νεοελλ.
η ύλη που λαμβάνεται από το εξωτερικό περίβλημα ζώου, ιδίως χελώνας, και χρησιμοποιείται για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων, η ταρταρούγα
αρχ.
1. πήλινο αγγείο
2. ανθοδοχείο, γλάστρα
3. στον πληθ. τὰ ὄστρακα
α) ο οστρακισμός
β) πήλινα κρόταλα
4. φρ. α) «περιστροφή οστράκου» — το παιχνίδι ὀστρακίνδα*
β) «τὸ ὄστρακον ἐπιφέρω τινί» — ψηφίζω υπέρ τής εξορίας κάποιου
γ. «τοὔστρακον παροίχεται» — πέρασε ο κίνδυνος τού οστρακισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὄστρ-α-κον (παράγωγο σε -κ, πρβλ. ὀστ-α-κός) προήλθε από αρχ. τ. στον οποίο ανάγεται η λ. ὀστοῦν (βλ. λ. οστό) με θ. σε -r- (πρβλ. αστρά-γ-αλος) και έρρινο επίθημα (*-n-κον), το οποίο στους τ. ὄστρ-α-κον και ὀστ-α-κός εμφανίζεται στη συνεσταλμένη του μορφή ως -α- (πρβλ. αρχ. ινδ. asthn-ah). Οι τ. ὄστρ-εον / ὄστρ-ειον παράγονται από το ίδιο θ., με επίθημα -εον / -ειον (πρβλ. δένδρ-εον, όσπρεον). Οι τ. ὄστρακον και ὄστρειον συνδέονται σημασιολογικά με τη ρίζα τής λ. ὀστοῦν από το γεγονός ότι η σύσταση τους είναι σκληρή σαν κόκαλο (πρβλ. και αστακός, αστράγαλος). Η λ. ὄστρακον, εξάλλου, με αρχική σημ. «σκληρό περίβλημα μερικών ασπόνδυλων ζώων, κέλυφος» επεκτάθηκε, αναλογικά, και σε αντικείμενα με σκληρή επιφάνεια, όπως πήλινα αγγεία, ανθοδοχεία, γλάστρες, πήλινα κρόταλα και θραύσματα πήλινων αγγείων ή μικρές πήλινες πινακίδες όπου χάραζαν κατά την αρχαιότητα τα ονόματα πολιτικών ανδρών που θεωρούνταν επικίνδυνοι για το δημοκρατικό πολίτευμα και εξορίζονταν (πρβλ. οστρακίζω, οστρακισμός, οστρακοφορώ). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. ostreum και ostrea).
ΠΑΡ. οστράκινος, οστράκιο(ν), οστρακίζω, οστρακίτης, οστρακώδης
αρχ.
οστρακάς, οστράκε(ι)ος, οστρακεύς, οστρακηρός, οστρακίας, οστρακίνδα, οστρακίς, οστρακίτις, οστρακόεις οστρακώ
μσν.
οστρακάριος
νεοελλ.
οστρακιά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οστρακόδερμος
αρχ.
οστρακόνωτος, οστρακοποιός, οστρακοφορώ, οστρακόχρους
μσν.
οστρακοκονία
μσν.- νεοελλ.
οστρακοειδής
νεοελλ.
οστρακολογία, οστρακοφόρος. (Β' συνθετικό) μαλακόστρακος
αρχ.
ανόστρακος, λειόστρακος, οξυόστρακος, σκληρόστρακος, στερεόστρακος, τραχεόστρακος, τραχυόστρακος, υμενόστρακος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όστρακο — το 1. σκληρό στερεό περίβλημα διάφορων ασπόνδυλων ζώων (χελώνας, αστακού, κοχυλιών κτλ.). 2. η βιομηχανική ύλη που κατασκευάζεται από όστρακα ή και χημικώς, αλλ. ταρταρούγα. 3. κομμάτι από κεραμίδι ή αγγείο πήλινο. 4. πινακίδιο από κεραμίδι όπου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • σαλιγκάρια — Κοινό όνομα των πνευμονοφόρων χερσαίων γαστερόποδων, που είναι προικισμένα με ελικοειδές όστρακο (οικογένεια Ελικιδών) και ανήκουν στο γένος έλιξ (helix) και σε συγγενή γένη που περιλαμβάνουν πολλά είδη. Το όστρακο είναι ευρύ και γενικά… …   Dictionary of Greek

  • ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα …   Dictionary of Greek

  • οστρακώδης — ες (ΑΜ ὀστρακώδης, ῶδες) [όστρακον] 1. αυτός που μοιάζει με όστρακο, οστρακοειδής 2. αυτός που αποτελείται από όστρακο, οστράκινος («δέρμα μαλακὸν καὶ μὴ ὀστρακῶδες, ὥσπερ τῆς χελώνης», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακώδη (ζωολ …   Dictionary of Greek

  • γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… …   Dictionary of Greek

  • δεξιόστροφος — Αυτός που στρέφει ή στρέφεται προς τα δεξιά. (Ζωολ.) Όστρακο των γαστερόποδων, στο οποίο η περιέλιξη γίνεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Για να διαπιστωθεί η φορά της περιέλιξης τοποθετείται το όστρακο με την κορυφή προς τα πάνω και το στόμα… …   Dictionary of Greek

  • εξοστρακισμός — Αρχαίο πολιτικό μέτρο που όριζε την απομάκρυνση επικίνδυνων προσώπων από την πολιτεία, για ένα χρονικό διάστημα. Ο ε. εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και σε άλλες δημοκρατικές πολιτείες, όπως στο Άργος και στις Συρακούσες. Καθιερώθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”